- σκωληκοκεφαλή
- η, Νζωολ. το πρόσθιο άκρο τών κεστωδών που φέρει όργανα προσκόλλησης στον ξενιστή, τους μυζητήρες και τα βοθρίδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… … Dictionary of Greek
κυστίκερκος — ο ζωολ. το τελικό προνυμφικό στάδιο τών ταινιών, το οποίο έχει μορφή κύστης γεμάτης υγρό, στα εσωτερικά τοιχώματα τής οποίας αναπτύσσεται η σκωληκοκεφαλή τών παρασίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cysticerque < cysti (πρβλ. κυστε[ο] )… … Dictionary of Greek
κυστικερκοειδές — το ζωολ. προνύμφη ορισμένων ταινιών, με σκωληκοκεφαλή εγκολπωμένη όπως και στον κυστίκερκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cysticercoide < γαλλ. cysticerque + κατάλ. oide (< συνδετικό φωνήεν ο + ide < ειδής < εἶδος)] … Dictionary of Greek
στροβίλωση — η, Ν ζωολ. 1. τρόπος μονογονικής αναπαραγωγής, κατά τον οποίο το σκυφίστομα τών σκυφοζώων διαχωρίζεται εγκάρσια σε μια σειρά μικρών νεαρών μεδουσών 2. καθένα από τα εκβλαστήματα μεταμερικών τμημάτων τού σώματος τών ταινιών από τη σκωληκοκεφαλή … Dictionary of Greek
βοθριοκέφαλος — Σκουλήκι που ανήκει στους πλατυέλμινθες σκώληκες και στην ομοταξία των κεστωδών ή ταινιών. Έχει μορφή επίπεδης ταινίας, μήκους 10 12 εκ. που διαιρείται σε πολλά ορθογώνια μεταμερή τμήματα, τις προγλωττίδες, που είναι ενωμένα σε μια αλυσίδα και… … Dictionary of Greek